Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Να γιατί τα παιδιά μας πρέπει να γνωρίζουν την Ιστορία μας........Ενα άρθρο του φίλου Γιάννη Τσίνα

Γιάννης Τσίνας - O ρόλος της Ελλάδος στην γεωπολιτική και άμυνα Εκτύπωση E-mail
 

Ο  κ. Γιάννης  Τσίνας  είναι  αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού ε.α. .Υπηρέτησε σε  μάχιμες θέσεις  σε πολεμικά πλοία του στόλου μας  και έλαβε μέρος  σε διεθνείς  πολεμικές ναυτικές επιχειρήσεις  κατά την διάρκεια του πολέμου του Κόλπου και του πολέμου στην Γιουκοσλαβία. Εχει τιμηθεί  με ανώτατες διακρίσεις για τις υπηρεσίες του στην Ελληνική Πολιτεία. Ολοκληρώνοντας την καριέρα του υπηρέτησε με ιδιαίτερη επιτυχία  στην πρεσβεία μας στην Washington ως ναυτικός ακόλουθος.
photo_tsinas_i



Αθήνα  29 Δεκεμβρίου 2011


Ο κόσμος μας έχει τις ατέλειές του. Και αναφέρομαι στην ανθρώπινη λογική και αντίληψη των πραγμάτων, που θέλει να βλέπει δύο «ανισότητες» (ίσως κακώς τις είπα ατέλειες), ως αφετηρία και υπόβαθρο πολλών δραστηριοτήτων του ανθρώπου, στην πορεία της ιστορίας του πάνω στη γη.

Πιο συγκεκριμένα, αναφερόμενος στην πρώτη ανισότητα, αυτή αφορά στην ανισομερή κατανομή του πλούτου και των φυσικών πόρων της γης, που έχουν σχέση με την επιβίωση και την ανάπτυξη και είναι η βάση της «γεωοικονομίας» σε σύγχρονη ορολογία.

Η δεύτερη ανισότητα αφορά στη διαφοροποίηση της στρατιωτικής σημασίας των διαφόρων σημείων και περιοχών του πλανήτη, σε συνάρτηση με την πρώτη ανισότητα, που συνιστά τη «γεωστρατηγική».

Γεωστρατηγική και γεωοικονομία αποτελούν – όπως είναι γνωστό – τους δύο βασικούς πόλους της γεωπολιτικής.

Αλλά, υπάρχει και μία τρίτη ανισότητα (ατέλεια) αυτή που αφορά στον άνθρωπο. Δεν αναφέρομαι στις ανθρωπολογικές διαφορές (π.χ. χρώμα, σωματική διάπλαση…) ή στις πολιτισμικές ετερότητες (π.χ. ιστορία, παράδοση, έθιμα…..). Αναφέρομαι κυρίως, και αυτό θέλω να επισημάνω, στην αδυναμία εξεύρεσης κοινού παρονομαστού αρχών και αξιών, παγκόσμιας εμβέλειας και ισχύος, που θα επέτρεπαν στον άνθρωπο να επεμβεί διορθωτικά – εξισορροποιητικά στις προαναφερθείσες ανισότητες, για το κοινό – πανανθρώπινο καλό και όφελος. Αντ΄αυτού, οι άνθρωποι, σε ομάδες και έθνη – κράτη αντιμάχονται μεταξύ τους μέσα σε γεωπολιτικά πλαίσια, με όρους ισχύος και ζωτικών συμφερόντων, προς εκμετάλλευση των ανισοτήτων, για κοινό όφελος και ανάπτυξη, με αποτέλεσμα τις τεράστιες αντιθέσεις, τις συγκρούσεις και τους πολέμους, που τελικά φθάσαμε να τους αποκαλέσουμε και ανθρωπιστικούς, σχήμα οξύμωρο, τέλειος παραλογισμός.

Αλλά, η γεωπολιτική είναι «γεωπολιτική της ισχύος», ο ανίσχυρος δεν κάνει γεωπολιτική και εν πάση περιπτώσει η γεωπολιτική δεν ήταν ποτέ και δεν είναι γεωπολιτική της αγάπης και της αρετής.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η γεωπολιτική σημασία του ελληνικού χώρου στηρίζεται περισσότερο – για να μη πούμε εξ ολοκλήρου – στη γεωστρατηγική του χώρου, παρά στη γεωοικονομία του. Ο ελληνικός χώρος, κάτω από γεωστρατηγικό φακό, προκαλεί με τη γεωγραφική θέση του. Αυτή η χωροθεσιακή ελληνική πραγματικότητα, εντάσσει το χώρο στις πλέον σημαντικές στρατηγικές περιοχές του κόσμου μας. Στο μέσο τριών ηπείρων και σημαντικών θαλασσών (Ανατ. Μεσογείου, Ευξείνου Πόντου, Αδριατικής) και με τη γεωφυσική μορφολογία του, ως χερσαία και συνάμα θαλάσσια και νησιωτική ενότητα, συνιστά γεωστρατηγικό σημείο αναφοράς. Ο ελληνικός χώρος είναι βαλκανικός, ταυτοχρόνως ευρωπαϊκός και μεσογειακός. Είναι μέρος της Ανατ. Λεκάνης της Μεσογείου, γύρω από την οποία αναπτύχθηκαν σπουδαίοι πολιτισμοί και οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες. Βρίσκεται στην κορυφή ενός τριγώνου, του οποίου οι δύο άλλες κορυφές βρίσκονται στη Μέση Ανατολή και στην Κασπία, όπου επικεντρώνονται σήμερα τεράστια συμφέροντα. Η Κρήτη αυτή και μόνη, με προέκταση στον κυπριακό χώρο , δεσπόζουν σημαντικών θαλασσίων οδών, επαυξάνοντας τη γεωπολιτική σημασία του ελληνικού χώρου.

Αλλά, την γεωπολιτική αξία του χώρου, μαρτυρεί περισσότερο παντός άλλου, η ίδια η ιστορία του τόπου. Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος με δομικό στοιχείο την πόλη-κράτος και με τη δυναμική του, ως προς την πολιτική δράση, τα γράμματα και τις τέχνες, το εμπόριο και την οικονομία, αλλά και με τις στρατιωτικές δραστηριότητές του, δεν ήταν παρά ο πρόδρομος και μία μικρογραφία της σημερινής διεθνούς κοινότητας. Αν η συγκροτημένη γεωπολιτική σκέψη και γνώση έκανε την παρουσία της στις αρχές του περασμένου αιώνα, στη Γερμανία, στη Σουηδία και στην Αγγλία, αλλά και στη Γαλλία και στις ΗΠΑ, η γέννηση της γεωπολιτικής, ίσως αδιαμόρφωτης και μη συστηματοποιημένης, αναμφισβήτητα έλαβε χώρα το πρώτον στη σκέψη και στη δράση των αρχαίων προγόνων μας.

Αν μιλήσουμε για θεμελίωση γεωπολιτικής σκέψης, αυτή βρίσκεται στα κείμενα του πρώτου ίσως γεωπολιτικού επιστήμονα και στρατηγού Θουκυδίδη, που παραμένει έκτοτε πάντα επίκαιρος. Τόσο επίκαιρος, ώστε σήμερα να διδάσκεται σε πολλά ξένα πανεπιστήμια και να μελετάται από ινστιτούτα πολιτικής και στρατηγικής σκέψης. Οι γεωπολιτικοί όροι της «ισχύος», των «ζωτικών συμφερόντων», του «δικαίου του ισχυρού»….είναι Θουκυδίδειοι. Αν η αρχαία Ελλάδα έχει την πατρότητα πολλών τομέων γνώσης – και την έχει – τότε γιατί να μην έχει και αυτήν της γεωπολιτικής ;

Η ελληνική ιστορία σε όλη τη διαδρομή της, σαν μύθος, σαν θρύλος και σαν ιστορία, έχει να επιδείξει δράση που σχετίζεται με γεωπολιτικές επιδιώξεις. Η αργοναυτική εκστρατεία και τα κατορθώματα του Ηρακλή αντανακλούν τέτοιες επιδιώξεις. Η πρώτη σύγκρουση Ανατολής – Δύσης έλαβε χώρα στον ελληνικό χώρο (Μαραθώνας – Σαλαμίνα). Ναυμαχίες παγκόσμιας εμβέλειας – με τα τότε δεδομένα – όπως του Ακτίου και αιώνες αργότερα της Ναυπάκτου, διεξήχθησαν σε ελληνικές θάλασσες. Στη σκέψη του Ναπολέοντα ήταν πάντα ο ελληνικός χώρος, σαν βάση για τις προς ανατολάς βλέψεις του .

Αν η ελληνική υποταγή στον Τούρκο δυνάστη κράτησε τόσους αιώνες, τούτο δεν είναι άσχετο με τη δυτική γεωπολιτική αντίληψη που ήθελε ακέραια την οθωμανική επικράτεια, διότι αυτή, με την κατοχή των Στενών και του ελληνικού κορμού, συνιστούσε ιδεώδη φραγμό στις βλέψεις της διαρκώς μεγενθυνομένης Ρωσίας προς τις θερμές θάλασσες. Γι΄αυτό και ο Ναύαρχος Κόδριγκτων περιέπεσε σε δυσμένεια μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, διότι το πλήγμα κατά της τουρκικής ισχύος ήταν ανεπιθύμητο, μια και η πολιτική της Αυτοκρατορίας απέβλεπε στην Πελοπόννησο και μόνο, υπό μορφή προτεκτοράτου της, για τη διασφάλιση του σημαντικού άξονα Γιβραλτάρ, Μάλτα, Σουέζ. Πολύ αργότερα προσέθεσε στον άξονα και την Κύπρο. Δεν απέβλεπε στην αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Aς αφήσουμε όμως να μιλήσει και η νεώτερη ιστορία για την γεωπολιτική αξία του ελληνικού χώρου. Η γεωπολιτική θεωρία του Μackinder, εκ των πρωτεργατών της σύγχρονης γεωπολιτικής επιστήμης, περί καρδιάς της γης (heartland) και περιμέτρου (rimland) επιβεβαιώθηκε και στους δύο Π.Π. με πρωταγωνιστή την Γερμανία.

Η Ελλάδα, χώρα της παράκτιας ζώνης, της «rimland», προέβη τότε, με κριτήρια γεωπολιτικά, σε ορθές επιλογές υψηλής στρατηγικής, συμπαραταχθείσα με τις άλλες δυνάμεις της «rimland», δηλαδή την Αντάντ στον Α΄ και τη Δυτική Συμμαχία στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Χώρα δικαιώθηκε στις επιλογές της, αφού και στις δύο περιπτώσεις ωφελήθηκε εδαφικά, αν και όχι απολύτως, σε σχέση με τις επιδιώξεις της. Εξάλλου, η γεωστρατηγική σημασία του ελληνικού χώρου ήταν τέτοια, ώστε και στις δύο μεγάλες συγκρούσεις δεν θα μπορούσε να παραμείνει σε κατάσταση ουδετερότητας.

Κατά τον Α΄Π.Π., στον ηπειρωτικό ελληνικό κορμό συγκροτήθηκε ένα από τα κύρια μέτωπα αυτού του πολέμου, το μακεδονικό μέτωπο. Από αυτό επιχειρήθηκε η διάσπαση της αμύνης των Κεντρικών Δυνάμεων, η οποία και επετεύχθη. Η χρησιμοποίηση του ελληνικού χώρου και γενικώς της Βαλκανικής Χερσονήσου ως πρόσβασης για ενέργεια κατά της Κεντρικής Ευρώπης επανήλθε και υποστηρίχθηκε και κατά τον Β΄Π.Π., ασχέτως αν επικράτησε τελικά η άποψη της απόβασης στην ιταλική χερσόνησο.

Το θέμα της «ουδετερότητας» της Χώρας, που προαναφέρθηκε, με σκοπό την αποφυγή των συνεπειών που θα είχε η εμπλοκή της, παρουσιάστηκε και κατά τους δύο πολέμους. Και κατά μεν τον Α΄Π.Π., η Χώρα, ως συνέχεια των βαλκανικών πολέμων, αλλά και υπό την επήρρεια της Μεγάλης Ιδέας, είχε ακόμη στόχους απελευθερωτικούς, εφ΄όσον ελληνικοί πληθυσμοί διατελούσαν υπό ξένη κατοχή και συνεπώς ώφειλε να τους πραγματώσει. Όμως, κατά τον Β΄Π.Π., η αποφυγή του πολέμου, η ουδετερότητας, παρά τη γνωστή αποφυγή κάθε αφορμής και αιτίας, δεν ήταν θέμα δικής της επιλογής, διότι τελικά της απεδόθη η γνωστή τελεσιγραφική αξίωση της Ιταλίας. Η γεωπολιτική του ελληνικού χώρου, ούτως ή άλλως, δεν ευνοεί την ουδετερότητα.

Στη δεύτερη περίπτωση, στον Β΄Π.Π., η Χώρα, με τη νικηφόρο εκστρατεία της, ανέτρεψε τα ιταλικά σχέδια, όμως η γεωπολιτική της παράμετρος προκάλεσε τη γερμανική επίθεση και την κατάκτησή της, όχι μόνο διότι ο ελληνικός χώρος ήταν απαραίτητος στα γερμανικά σχέδια κατά θετικό τρόπο, διότι θα υποβοηθούσε τις επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική και θα παρείχε πρόσβαση προς την περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπου και τα πολύτιμα πετρελαϊκά αποθέματα, αλλά και κατά αρνητικό τρόπο, απαγορεύοντας τη χρήση του από τον αντίπαλο, δηλαδή τους Συμμάχους, όπως είχε γίνει κατά τον Α΄Π.Π. . Ο ελληνικός χώρος λοιπόν θα κατελαμβάνετο. Αφού αυτό δεν το επέτυχαν οι Ιταλοί, το ανέλαβαν οι Γερμανοί. Επί πλέον, με τον ελληνικό χώρο στη διάθεση των συμμάχων, δεν θα ήταν ασφαλής, τουλάχιστον από τη Συμμαχική αεροπορία, η πλευρική κατά της Ρωσίας γερμανική εκστρατεία προς τα Καυκάσια, και θα ήταν εντός βεληνεκούς τα πολύτιμα για τη Γερμανία ρουμανικά πετρέλαια.


Σύμφωνα με τα αναφερόμενα, γίνεται νομίζω κατανοητή η δυναμική της χωροθεσίας της Ελλάδας από γεωπολιτικής απόψεως. Οι τότε ισχυροί παίκτες του Διεθνούς Συστήματος δεν θα άφηναν έξω από τους υπολογισμούς τους ένα τέτοιο χώρο. Και δεν το εννοούμε αυτό, μόνο για την περίοδο των πολεμικών επιχειρήσεων. Τους ενδιέφερε και το μεταπολεμικό σκηνικό. Έτσι, με το πέρας του πολέμου, στις συσκέψεις της Γιάλτας (Φεβρουάριος 1945) και του Πότσνταμ (Αύγουστος 1945) προχώρησαν στη γνωστή «διανομή», η οποία καθόρισε και την τύχη του ελληνικού χώρου, πάντοτε με κριτήρια γεωπολιτικά.

Είναι αυτά ακριβώς τα κριτήρια που προφανώς έλειψαν από τους σχεδιασμούς της τότε Αριστεράς του Τόπου μας, όταν απεφάσισε τον επώδυνο τρίτο γύρο. Τολμούμε δε να πούμε ότι και στο Κυπριακό θέμα, έλειψαν τα γεωπολιτικά στοιχεία, στις αρχές της δεκαετίας του 50. Αν λαμβάνονταν υπόψη, ίσως να είχαν γίνει εξ αρχής διαφορετικές μεθοδεύσεις και το κυπριακό να είχε άλλη πορεία.

Στά μέσα του Β΄Π.Π., ο Mackinder επεξεργάστηκε την αρχιτεκτονική του μεταπολεμικού κόσμου. Η νέα Δύναμη που θα εδέσποζε στην «καρδιά» της γης, την heartland, δεν μπορούσε πλέον να είναι η Γερμανία, μπορούσε όμως κάλλιστα να είναι η Ρωσία (ως Ε.Σ.Σ.Δ.). Πάνω στη δική του αρχιτεκτονική οικοδομήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, το 1949, η Ατλαντική Συμμαχία, ο Οργανισμός ΝΑΤΟ, πέντε με έξη χρόνια μετά τη θεωρητική διατύπωση της αναγκαιότητός του, ως ακρογωνιαίου λίθου, για τη διασφάλιση της ειρήνης (έστω και ως ειρήνης του τρόμου – λόγω της πυρηνικής απειλής) και την εξασφάλιση του Δυτ. Κόσμου.

Από καθαρά γεωπολιτικής απόψης, το τόξο ανασχέσεως ήταν ελλιπές χωρίς τον ελληνικό χώρο. Κατόπιν αυτού, προσκλήθη και το έτος 1952 προσχώρησε στο ΝΑΤΟ και η Χώρα μας. Για την Ελλάδα, ο Mackinder είχε ήδη γράψει, ότι….. «η κατάκτησή της από μία ισχυρή χερσαία Δύναμη θα δώσει πιθανότατα σε αυτή τη Δύναμη τη δυνατότητα του ελέγχου όλης της Παγκόσμιας Νήσου». Η προσχώρηση της Χώρας μας ήταν η πρώτη μεταπολεμικά από τις δύο μεγάλες της επιλογές υψηλής στρατηγικής, με γεωστρατηγικά και γεωοικονομικά κριτήρια. Η δεύτερη ήταν η ένταξή μας στην Ε.Ε. Με την πρώτη αποβλέψαμε στη διασφάλιση της παραμονής μας στον ελεύθερο κόσμο της Δύσης, με τη δεύτερη αποβλέψαμε στην οικονομική,αλλά και στην πολιτική ενδυνάμωσή μας. Το ίδιο έτος, 1952, προσχώρησε στο ΝΑΤΟ και η Τουρκία .

Σχετικά με τη σημασία της γεωπολιτικής διαστάσης της Χώρας μας, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι αυτή ακολουθείται και από το πολιτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό εποικοδόμημα του συγκεκριμένου γεωγραφικού και γεωφυσικού χώρου. Η σταθερή πολιτική δομή και το δημοκρατικό πολίτευμα, το πλούσιο ιστορικό παρελθόν, η πληθυσμιακή ομοιογένεια με την έννοια της εθνικής και θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας, η παράδοση και οι αξίες της ζωής, είναι παράμετροι ή μάλλον συντελεστές της γεωπολιτικής βαρύτητας της Χώρας, μαζί με τη γεωστρατηγική και την όποια γεωοικονομική παρουσία της. Ακόμη και η δυναμικότα του απόδημου ελληνισμού, κατάλληλα αξιοποιούμενου, είναι συντελεστής υπολογίσιμος. Είναι, η Χώρα, ένας μικρός παίκτης στη διεθνή σκηνή, όμως είναι σοβαρός παίκτης για τον περίγυρό της, με την προϋπόθεση ότι και η ίδια συμπεριφέρεται σοβαρά.

Σήμερα, στα 18 και πλέον χρόνια του μεταψυχροπολεμικού κόσμου μας, η Γεωπολιτική και συνακόλουθα η Άμυνα, προκαλούνται από νέας μορφής απειλές, τις καλούμενες και ασύμμετρες, με πρώτη τη διεθνή τρομοκρατία. Η δεδομένη χωροθεσία του Τόπου μας δεν τον αφήνει ανεπηρέαστο από τις επιπτώσεις. Έτσι είμαστε μάρτυρες της μετανάστευσης λαθραίας ή μη, του οργανωμένου εγκλήματος, της δράσης μιας εσωτερικής τρομοκρατίας και καθόλου λιγότερο των κινδύνων από την αλόγιστη διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής και την μη ανατάξιμη περιβαλλοντική φθορά. Και ενώ οι νέες απειλές καλούν σε διεθνή συνεργασία για την αντιμετώπισή τους, ο κόσμος μας, ιδιαίτερα ο ευρωατλαντικός κόσμος, διχάζεται ως προς τη μεθόδευση της δράσης του για την αντιμετώπιση των απειλών, με τις ΗΠΑ να ακολουθούν μία ηγεμονική πορεία που μάλλον αποδεικνύεται αντιπαραγωγική (περίπτωση Ιράκ-Αφγανιστάν-Υεμένη).

Μέσα σ΄αυτό το νέο περιβάλλον ασφαλείας, η Χώρα από μόνη της, αλλά και συλλογικά, μέσα από τους διεθνείς οργανισμούς των οποίων είναι μέλος, κυρίως την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, καλείται να διασφαλίσει την επιβίωση και το μέλλον της.

Έτσι η εθνική μας άμυνα, φέρει το βάρος και την κύρια ευθύνη της ασφάλειας και ακεραιότητας του Τόπου. Μιας Άμυνας, η οποία καλείται να λάβει υπόψη της τον ασταθή πολιτικά χώρο των Βαλκανίων, την τουρκική απειλή, την παγκόσμια οικονομική καταρευση και το νέο περιβάλλον ασφαλείας του εγγύτερου, αλλά και ευρύτερου ορίζοντα και να σχεδιάσει ανάλογα. Ο σχεδιασμός της πρέπει :

α. Να έχει προοπτική που να καλύπτει το ορατό μέλλον.
β. Να αντιμετωπίζει όλες τις απειλές, με μία ιεράρχησή των.
γ. Να ανταποκρίνεται σε κοινές, συμμαχικές ή διεθνείς αποστολές.

Η άμυνά μας νομίζω πρέπει πρωτίστως να εκπληρώνει σαν ένα ελάχιστο, τον γνωστό, όρο της «αποτροπής» με γνώμονα την κύρια απειλή, την τουρκική. Το λέω αυτό,γιατί ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη μία πολιτική προσέγγισης από μέρους μας και ταυτόχρονα ανοικτή η ευρωπαϊκή προοπτική της γείτονος οι απειλές περί συνεδιεκδίκησης της ΑΟΖ σε Ελλάδα και Κύπρο συνεχώς αυξάνονται. Νομίζω η άμυνά μας πρέπει να ακολουθεί τη δική της αυτόνομη συλλογιστική, τουλάχιστον έως ότου αποδώσουν κάποιους βέβαιους καρπούς και οι δύο αυτές προοπτικές, εξαρτώμενες όμως αμφότερες από τις διαθέσεις της Τουρκίας.

Ένα άλλο σημείο είναι αυτό της αμυντικής μας εξασφάλισης μέσα στα πλαίσια της Ε.Ε. Με άλλα λόγια η εγγύηση των συνόρων μας από πλευράς ασφαλείας, η οποία – το γνωρίζουμε όλοι – εξαρτάται από την προοπτική οικοδόμησης ενός αυτονομημένου ευρωπαϊκού αμυντικού πυλώνα.

Μία τρίτη παράμετρος είναι η οικονομική υποστήριξή της. Ενώ όλοι παραδεχόμαστε τις απειλές χωρίς διαφορές, όλοι συμφωνούμε, κάποιοι ασπάζονται την άποψη της μείωσης των αμυντικών δαπανών. Και το κάνουν ισχυριζόμενοι ότι επαυξάνουν ταυτόχρονα την αμυντική ισχύ. Αλλά ο χώρος της άμυνας δεν επιδέχεται μαγικές λύσεις. Αντιλαμβάνομαι την έννοια του κόστους – αποτελεσματικότητας και την περιστολή της σπατάλης, αλλά δυσκολεύομαι να κατανοήσω τη μείωση των χρημάτων με ταυτόχρονη αύξηση της ισχύος. Για πολλά χρόνια προβάλλεται το γεγονός του υψηλότερου ποσοστού δαπανών από όλες τις χώρες του ΝΑΤΟ. Δεν συσχετίζεται όμως τούτο, ούτε με την πραγματικότητα των απειλών που εμείς αντιμετωπίζουμε σε σύγκριση με τις άλλες χώρες, ούτε με τον υψηλότερο Π/Υ τους, με αποτέλεσμα σε πραγματικά χρήματα το υψηλό ποσοστό μας % να αντιστοιχεί σε λιγότερα χρήματα, με τα οποία συντηρούμε μεγαλύτερο από αυτές στράτευμα (π.χ. η Ολλανδία με τριπλάσιο Π/Υ από εμάς, παρά το μικρό ποσοστό της διαθέτει περισσότερα από εμάς χρήματα για ένα στράτευμα που αριθμεί το ένα τρίτο των δικών μας αρμάτων και πυροβόλων). Όλοι οι τομείς έχουν τις ανάγκες τους, η παιδεία, η υγεία, η κοινωνική πρόνοια κ.λ.π. και δεν πρέπει να ανταγωνίζονται αλλήλους ως προς τη χρηματοδότησή τους, αλλά να αξιολογηθούν και να ιεραρχηθούν αυτόνομα. Έχει και η ασφάλεια το δικό της κόστος. Μόνο που αυτή δεν φαίνεται και θεωρείται αυτονόητη. Ουδείς αντιλαμβάνεται ότι παράγεται μέσα από την αποτροπή και τη λειτουργία της άμυνας.

Μία τελευταία πτυχή της άμυνας, που την θεωρώ μάλιστα ως την πλέον σημαντική, είναι το ανθρώπινο δυναμικό της. Την παράμετρο της θητείας, τόσο σαν υποχρεωτικής στράτευσης, όσο και σαν διάρκειας υπηρέτησης. Ως προς την πρώτη (το θεσμό της υποχρεωτικής στράτευσης) πιστεύω ότι πρέπει να διαφυλαχθεί από τη σημερινή τάση επαγγελματοποίησης του στρατεύματος, διότι είναι ο συνδετικός κρίκος με τον ελληνικό λαό του οποίου ευθύνη είναι η άμυνα. Να μη παρασυρόμαστε από επαγγελματικούς στρατούς, οι οποίοι πολεμούν εκτός των χωρών τους, εμείς θα πολεμήσουμε υπερ βωμών και εστιών. Αν η νέα τεχνολογία και άλλοι λόγοι καλούν για προσωπικό κάποιας μονιμότητας, να βρούμε τη χρυσή τομή του αναγκαιούντος ποσοστού, όχι όμως εις βάρος του θεσμού που προανέφερα. Εδώ υπεισέρχεται και η δεύτερη παράμετρος της διάρκειας της θητείας, η οποία αυξομειώνει την ποσότητα και δεν είναι άσχετη με τον επαγγελματισμό.

Το ηθικό του προσωπικού, η ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ, οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, είναι όλα σοβαρές πτυχές του ανθρωπίνου δυναμικού, πάνω στις οποίες πρέπει να εγκύψουμε με πάθος, διότι η ανθρώπινη διάσταση αντανακλά πρωτίστως την ποιότητα του στρατεύματος. Παρά την όποια πρόοδο της στρατιωτικής τεχνολογίας, οι πόλεμοι θα συνεχίσουν να κερδίζονται ή να χάνονται από τους ανθρώπους και όχι από τις μηχανές.

Συμπερασματικά και επιγραμματικά

  • Ο σημερινός κόσμος μας έχει μεγάλο έλλειμμα ασφαλείας και η Ελλάδα γεωπολιτικά είναι στο μάτι του κυκλώνα.
  • Η πολιτική σταθερότητα συνεχίζει να είναι το ζητούμενο στα Βαλκάνια, ενώ στη Μ.Α. ο πόλεμος μένεται και ας έχει κηρύξει τη λήξη του ο πρόεδρος των ΗΠΑ. 
  • Η τουρκική εμμονή στις επιδιώξεις της εις βάρος μας παραμένει αμείωτη (ΑΟΖ και εκμετάλευσή της). 
  • Η όποια ευρωπαϊκή εγγύηση ασφαλείας μας, είναι ακόμα στη φάση της ελπίδας και προσδοκίας και με τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα της χώρας ίσως αβέβαιη. 
  • Άρα, η εθνική άμυνα συνιστά αδήριτη αναγκαιότητα αποκλειστικά δικής μας ευθύνης, καταφυγή και σκέπη της απρόσκοπτης επιβίωσής μας και της εθνικής πορείας μας.

Γιάννης  Τσίνας,

Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού ε.α.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου